ἐγκωμιαστικός

ἐγκωμιαστικός
ἐγκωμιαστικός
panegyrical
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκωμιαστικός — ή, ό (AM ἐγκωμιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν α) εγκώμιο β) είδος ρητορικού λόγου …   Dictionary of Greek

  • εγκωμιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται σε εγκώμιο, επαινετικός, υμνητικός: Εγκωμιαστικά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκωμιαστικά — ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc pl ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc/acc dual ἐγκωμιαστικά̱ , ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικώτερον — ἐγκωμιαστικός panegyrical adverbial comp ἐγκωμιαστικός panegyrical masc acc comp sg ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικῶν — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem gen pl ἐγκωμιαστικός panegyrical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικόν — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc acc sg ἐγκωμιαστικός panegyrical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικαῖς — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικαί — ἐγκωμιαστικός panegyrical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικοῖς — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκωμιαστικοί — ἐγκωμιαστικός panegyrical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”